- ναρκωτής
- οαυτός που προκαλεί τη νάρκωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναρκωτής — ο [ναρκώνω] αναισθησιολόγος … Dictionary of Greek